- απομείρομαι
- ἀπομείρομαι (Α)1. διαμοιράζω2. αποχωρίζομαι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀπομείρεται — ἀπομείρομαι distribute pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μείρομαι — (I) (ΑM μείρομαι) 1. (στον παθ. παρακμ. και υπερσ. ως απρόσ.) εἵμαρται, εἵμαρτο είναι πεπρωμένο, είναι (ήταν) ορισμένο από τη μοίρα («νῡν δὲ με λευγαλέῳ θανάτῳ εἵμαρτο ἁλῶναι», Ομ. Ιλ.) 2. (το θηλ. μτχ. παθ. παρακμ. ως ουσ.) ἡ εἱμαρμένη η μοίρα,… … Dictionary of Greek